- εὐσταλές
- εὐσταλήςwell-equippedmasc/fem voc sgεὐσταλήςwell-equippedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσταλής — ές (ΑΜ εὐσταλής, ές) με ωραίο παράστημα και ευπρεπή ενδυμασία μσν. αρχ. ευπρεπής, κόσμιος αρχ. 1. (για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος 2. ο ελαφρός («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.) 3. πρόσφορος, κατάλληλος 4. ευμεταχείριστος 5. άνετος,… … Dictionary of Greek
κοτσονάτος — η, ο (για ηλικιωμένο) αυτός που διατηρεί ακόμη τις δυνάμεις του, δυνατός, ακμαίος και, κυρίως, αυτός που διατηρεί το σώμα του ευσταλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτσανάτος] … Dictionary of Greek
λεβεντιά — η [λεβέντης] 1. η ιδιότητα τού λεβέντη, το ευσταλές και αρρενωπό σώμα, συνήθως σε συνδυασμό με το ήθος 2. ανδρεία, γενναιοψυχία, παλικαριά 3. το σύνολο τών λεβέντηδων («ήταν στο πανηγύρι όλη η λεβεντιά τού χωριού») 4. άτομο γενναίο, μαχητικό και… … Dictionary of Greek
λεβεντόκορμος — η, ο αυτός που έχει ωραίο, αρρενωπό, ευσταλές παράστημα … Dictionary of Greek
Σωσάνδρα — I Με το όνομα αυτό είναι γνωστό χάλκινο άγαλμα του γλύπτη Κάλαμη που εικόνιζε την Αφροδίτη. Το άγαλμα στήθηκε το 460 π.Χ. στην Ακρόπολη και παράμεινε εκεί ως το τέλος του 2ου μ.Χ. αι. Ο Λουκιανός παινεύει το «μαδίασμα το σεμνόν και λεληθός» και… … Dictionary of Greek